- συμπεριφέρω
- ΝΑ [περιφέρω, -ομαι]περιφέρω κάτι μαζί μου ή μαζί με κάτι άλλο ή μαζί με άλλουςνεοελλ.μέσ. συμπεριφέρομαια) φέρομαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δείχνω αυτήν ή την άλλη διαγωγή («δεν συμπεριφέρθηκε όπως έπρεπε»)β) έχω καλούς τρόπους («μάθε να συμπεριφέρεσαι»)αρχ.1. στρέφω κάτι εδώ και εκεί2. μέσ. α) περιφέρομαι μαζί με άλλον («τὰ ἀπλανῆ συμπεριφέρεται τῷ οὐρανῷ», Διογ. Λαέρ.)β) συναναστρέφομαι, έχω σχέσεις με κάποιον («ἵνα φαίνωνται... φυσικῶς ἀλλήλοις συμπεριφερόμενοι», Αθήν)γ) έρχομαι σε σαρκική μίξη με κάποιον, συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαιδ) προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, συμμορφώνομαι σε μια δεδομένη κατάστασηε) δείχνω επιείκεια, κάνω υποχωρήσεις σε κάποιονστ) (σχετικά με πράγμ.) καταλαβαίνω κάτι καλά, εννοώ κάτι καλά («τοῑς πολιτικοῑς πράγμασιν συμπεριφέρεσθαι», Φιλόδ.)3. φρ. «ἀγνοίᾳ συμπεριφέρω» — βρίσκομαι σε άγνοια (Ιώσ.).
Dictionary of Greek. 2013.